- περιέρπω
- περιέρπω,A walk about, IG42(1).121.7,34 (Epid.).2 creep round, Gal.2.549.II wind round, Ael.NA6.21 : c.acc., Id.VH3.42, 13.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιέρπω — Α 1. περπατώ γύρω γύρω από κάποιον ή από κάτι 2. (για ερπετά) σέρνομαι με ελικοειδείς κινήσεις 3. (για αναρριχώμενα φυτά) κυκλώνω, σκεπάζω, περικαλύπτω … Dictionary of Greek
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek